- ακαρπώ
- ἀκαρπῶ (-έω) (Α) [ἄκαρπος]είμαι άκαρπος, άγονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκάρπῳ — ἄκαρπος without fruit masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… … Dictionary of Greek